- μελαγκευθές
- μελαγκευθήςshrouded in gloommasc/fem voc sgμελαγκευθήςshrouded in gloomneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαγκευθής — μελαγκευθής, ές (Α) 1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.) 2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»),… … Dictionary of Greek